- ιστοριάζω
- ἱστοριάζω και στοριάζω (Μ) [ιστορία]ζωγραφίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek
ιστόριαση — ἱστόριαση και στόριαση, ἡ (Μ) [ιστοριάζω] 1. εικόνα 2. διακόσμηση 3. σχήμα σώματος … Dictionary of Greek
ιστόριασμα — και στόριασμα, το [ιστοριάζω] εικόνα … Dictionary of Greek